- γυμνάσιος
- γύμνασιςexercisefem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γυμνάσιος — (4ος αι. μ.Χ.).Σοφιστής. Καταγόταν από τη Σιδώνα και άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου … Dictionary of Greek